- ἐκφαυλίζει
- ἐκφαυλίζωdepreciatepres ind mp 2nd sgἐκφαυλίζωdepreciatepres ind act 3rd sgἐκφαυλίζωdepreciatepres ind mp 2nd sgἐκφαυλίζωdepreciatepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκφαυλίζω — (AM ἐκφαυλίζω) μσν. νεοελλ. κάνω κάτι ή κάποιον φαύλο, ευτελή, χειρότερο από ηθική άποψη, εξευτελίζω, διαφθείρω, εξαχρειώνω, εκφυλίζω «η φτώχεια εκφαυλίζει τους ανθρώπους» «έπειτα από κάθε πόλεμο τα ήθη εκφαυλίζονται» μσν. αρχ. περιφρονώ, θεωρώ… … Dictionary of Greek
εκφαυλίζω — εκφαύλισα, εκφαυλίστηκα, εκφαυλισμένος, μτβ., κάνω κάτι φαύλο, χειρότερο από ηθική άποψη, διαφθείρω: Η αγριότητα του πολέμου εκφαυλίζει τον άνθρωπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)